- λογαριασμόν
- λογαριασμόςcalculatemasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λογαριασμός — ο (AM λογαριασμός) [λογαριάζω] μέτρημα, αρίθμηση, υπολογισμός, εκτέλεση αριθμητικών πράξεων («έκανα λάθος στον λογαριασμό») νεοελλ. 1. πίνακας, κατάλογος εσόδων ή εξόδων ή οφειλών («ο λογαριασμός τής ΔΕΗ») 2.(οικον.) κάθε πίνακας ή διάγραμμα με… … Dictionary of Greek
Μιαούλης, Ανδρέας — (Ύδρα 1769 – Αθήνα 1835). Ναύαρχος της Επανάστασης του 1821. Από μικρός ασχολήθηκε με ναυτικά επαγγέλματα, δέκα χρονών δούλευε στο πλοίο ενός θείου του και στα δέκα έξι του έγινε κυβερνήτης του οικογενειακού τους λατινάδικου (σιταγωγού). Έξυπνος … Dictionary of Greek